- περιπαίζω
- (αόρ. (ε)περίπαιξα) μετ. высмеивать (кого-л.); издеваться (над кем-л.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
περιπαίζω — περιπαίζω, περιέπαιξα βλ. πίν. 23 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
περιπαίζω — ΝΜ περιγελώ, κοροϊδεύω … Dictionary of Greek
περιπαίζω — περιέπαιξα, περιπαίχτηκα, περιγελώ, ειρωνεύομαι, κοροϊδεύω κάποιον: Σε περιπαίζουν και γι αυτό δε θέλεις να σε πλύνουν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προεπεγγελώ — άω, Μ περιπαίζω προηγουμένως κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐπεγγελῶ «κοροϊδεύω, περιπαίζω»] … Dictionary of Greek
προσεπισκώπτω — Α περιπαίζω επί πλέον, προσθέτω και άλλες κοροϊδίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπισκώπτω «περιπαίζω, περιγελώ»] … Dictionary of Greek
αναγελώ — ( άω) (Α ἀναγελῶ) νεοελλ. 1. εμπαίζω, περιπαίζω, περιγελώ 2. έχω χαρούμενη έκφραση αρχ. γελώ δυνατά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + γελῶ] … Dictionary of Greek
αναμωκώμαι — ἀναμωκῶμαι ( άομαι) (Μ) χλευάζω, εμπαίζω, περιγελώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * επιτ. + μωκῶμαι «μορφάζω, χλευάζω, περιπαίζω»] … Dictionary of Greek
αντικαταμειδιώ — ἀντικαταμειδιῶ ( άω) (Α) περιγελώ, περιπαίζω … Dictionary of Greek
αντικωμωδώ — ἀντικωμῳδῶ ( έω) (Α) ανταποδίδω διακωμώδηση, περιπαίζω με τη σειρά μου … Dictionary of Greek
αντισκώπτω — ἀντισκώπτω (Α) σκώπτω, περιπαίζω κάποιον που με σκώπτει … Dictionary of Greek
διαγελώ — (AM διαγελῶ, άω) 1. εμπαίζω, περιπαίζω, χλευάζω 2. υπομειδιώ, χαμογελώ (αρχ. μσν) (για την ημέρα) γλυκοχαράζει αρχ. 1. (για καιρό) είμαι αίθριος 2. (για θάλασσα) είμαι γαλήνιος … Dictionary of Greek